- περικλέϊστος
- -ον, Μπερικλεής.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κλεϊστός «ένδοξος» (< κλεΐζω < κλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίκλειστος — η, ο / περίκλειστος, ον, ΝΑ [περικλείω] κλειστός από παντού, κλεισμένος ολόγυρα, από όλα τα σημεία, περίφρακτος … Dictionary of Greek
περίκλειστος — η, ο ο περιτριγυρισμένος, ο φραγμένος ολόγυρα, ο περίφραχτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
κατάφραχτος — και κατάφρακτος, η, ο (AM κατάφρακτος, ον, Α αττ. τ. και κατάφαρκτος, ον) [καταφράσσω] 1. αυτός που είναι φραγμένος από παντού, περίφρακτος, περίκλειστος 2. (για ιππείς και για άλογα) αυτός που έφερε πανοπλία, καταφράκτη*, δηλ. θώρακα και άλλα… … Dictionary of Greek
περιόρισμα — τὸ, ΜΑ [περιορίζω] περίκλειστος τόπος … Dictionary of Greek
ταράτσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαμιέων. * * * η, Ν 1. επίπεδη στέγη στρωμένη με πλάκες, τσιμέντο ή με άλλο αδιαπέραστο από τη βροχή υλικό 2. περίκλειστος, εν μέρει, εξώστης σπιτιού, λιακωτό,… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek